Γνώμες που φωτίζουν
1. Μάνος Ματσαγγάνης, καθηγητής στη διεθνή έδρα Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου:
Το πολιτικό δίλημμα της μεταμνημονιακής εποχής
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=1017813
Οσοι αμφέβαλλαν για την παρακμή του «ενδιάμεσου χώρου», το θέαμα των τελευταίων μηνών θα πρέπει να τους έπεισε. Από τη μια, η άρνηση των οργανωμένων δυνάμεων της Κεντροαριστεράς να βαδίσουν γρήγορα και αποφασιστικά στον δρόμο της ανανέωσης και της ενότητας (που είναι ο μόνος που οδηγεί στην ανασυγκρότηση). Από την άλλη, ο αποδεκατισμός του χώρου, η εγκατάλειψή του υπέρ της ιδιώτευσης, ή υπέρ της δημόσιας υποστήριξης στη Νέα Δημοκρατία ή ακόμη και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ιδιοτελή κίνητρα
Η απόδοση ιδιοτελών κινήτρων στους τελευταίους είναι επίσης ένδειξη παρακμής: του δημόσιου διαλόγου. Τα επιχειρήματα πρέπει να απαντώνται με επιχειρήματα, όποια και να είναι τα πραγματικά – αλλά άγνωστα – κίνητρα όσων τα προβάλλουν. Στο κάτω-κάτω, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα (π.χ. δόξα και υστεροφημία) δεν γίνεται πολιτική – ίσως μάλιστα να μη γίνεται τίποτε απολύτως. Το ζήτημα είναι άλλο: εάν η ιδιοτέλεια είναι απόλυτη ή αντίθετα υπηρετεί ευγενέστερες επιδιώξεις συλλογικού συμφέροντος.
Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να μην ανησυχεί για το ενδεχόμενο μελλοντικής επικράτησης μιας ρεβανσιστικής Δεξιάς, που θα δικαιώνει π.χ. όσους με περισσή γενναιότητα (εκατό εναντίον ενός) θεώρησαν επιβεβλημένο να ξυλοκοπήσουν έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, επειδή δεν συμμερίζεται τις εθνικιστικές τους φαντασιώσεις. Εχουν άδικο όμως όσοι σήμερα προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να θεωρούν ότι η ενίσχυσή του είναι ο κατάλληλος τρόπος για να αποτραπεί αυτό που απεύχονται.
Αν κάτι έδειξε το διάγγελμα του Πρωθυπουργού στην Ιθάκη, που λοιδορώντας «τον τραπεζίτη που έγινε πρωθυπουργός» έδωσε πολιτική κάλυψη στα διαταραγμένα άτομα που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν, ήταν ότι ο διχαστικός λόγος και η συκοφάντηση του αντιπάλου είναι η μόνη γλώσσα που γνωρίζει καλά ο κ. Τσίπρας και οι γύρω του: αυτή τους έφερε από το πολιτικό περιθώριο στα σαλόνια της Ευρώπης, την ίδια γλώσσα θα επιστρατεύσουν – σε ένα κρεσέντο μίσους – για να γραπωθούν στην εξουσία μέχρι την τελευταία στιγμή. Και τι άλλο ανέδειξε τη Χρυσή Αυγή σε υπολογίσιμη δύναμη, εάν όχι ο εξευτελισμός των θεσμών, η καταρράκωση του κοινοβουλευτισμού, και η νομιμοποίηση της βίας, αυτό το βρώμικο σπορ στο οποίο τόσο εξαιρετικές επιδόσεις σημείωσε το αντιμνημονιακό στρατόπεδο από το «καλοκαίρι των αγανακτισμένων» μέχρι τις μέρες μας;
«Δεξιά συνιστώσα»
Επιπλέον, τι νόημα έχει να επικαλείται κανείς την πολιτική γεωγραφία, που τοποθετεί την Κεντροαριστερά πλησιέστερα στην Αριστερά παρά στη Δεξιά, όταν αυτή η Αριστερά δεν δίστασε να συμπορευθεί – σε έναν αρραβώνα έρωτα και συναντίληψης, όχι απλώς συμφέροντος – επισήμως με την πιο ψεκασμένη Δεξιά, και ανεπισήμως με την άλλη «δεξιά συνιστώσα», ακόμη περισσότερο επικίνδυνη λόγω της επιρροής της στο βαθύ κράτος;
Κανείς κεντροαριστερός δεν επιθυμεί την «εξόντωση του ΣΥΡΙΖΑ». Εάν ήταν στο χέρι μας, η χώρα θα είχε μια Αριστερά (και ένα Κέντρο, και μια Δεξιά) που σέβεται τους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού και αναγνωρίζει στους αντιπάλους το δικαίωμα να σκέφτονται διαφορετικά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι στο χέρι μας, και η Αριστερά που έχουμε κινείται εδώ και πολύ καιρό στην αντίθετη κατεύθυνση.
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες εκλογές θα κρίνουν το έργο μιας κυβέρνησης που εξαπάτησε τους ψηφοφόρους, εφάρμοσε σχέδια άλωσης της Δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης, ξεχαρβάλωσε το κράτος (από την αστυνομία έως τις δημόσιες συγκοινωνίες, και από την πολιτική προστασία έως την ανώτατη εκπαίδευση) και καθήλωσε την οικονομία καθυστερώντας και επιβραδύνοντας την ανάκαμψη. Η κατηγορηματική ήττα στις κάλπες του ιδιαίτερου μείγματος ανικανότητας και χυδαιότητας με το οποίο πολιτεύεται αυτή η κυβέρνηση δεν είναι εκδικητικότητα: είναι αναγκαία συνθήκη για να ορθοποδήσει ο τόπος.
Φιλί της ζωής
Αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή. Η διαμάχη για το «Μακεδονικό» έχει δώσει το φιλί της ζωής στις πιο καθυστερημένες δυνάμεις στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας που είχαν ηττηθεί με την εκλογή του κ. Μητσοτάκη. Οι δυνάμεις αυτές υλοποίησαν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας την περίοδο 2005-2009, απέρριψαν την εθνική συνεννόηση με πρόσχημα τις ανύπαρκτες εναλλακτικές των Ζαππείων το 2010-2011, δεν έμαθαν τίποτε από την τραυματική εμπειρία της κρίσης, και σήμερα ονειρεύονται διορισμούς και ρουσφέτια. Ολοι αυτοί έχουν περισσότερα κοινά με τον ΣΥΡΙΖΑ (και ιδίως με τους ΑΝΕΛ) από ό,τι οι ίδιοι θέλουν να παραδεχθούν. Η υπερσυντηρητική, εθνικιστική Δεξιά που εκπροσωπούν είναι ο αντίπαλος που ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια τυχόν επικράτησή της θα ήταν για τον κ. Τσίπρα ο ασφαλέστερος τρόπος για να επιστρέψει στην εξουσία στις μεθεπόμενες εκλογές.
Και το αντίστροφο: ο διχαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει τις ακραίες συντηρητικές δυνάμεις, μέσα και έξω από τη Νέα Δημοκρατία. Γι’ αυτό κάνουν τραγικό λάθος όσοι θεωρούν ότι η σύμπηξη ενός δήθεν «προοδευτικού μετώπου» είναι ο καλύτερος τρόπος για την αναχαίτισή τους. Θα είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: εμφυλιοπολεμική πόλωση που θα εξασφάλιζε την καθήλωση της χώρας για πολλές δεκαετίες.
Εχοντας βγει από τα Μνημόνια (χωρίς να βγούμε από τη διεθνή οικονομική επιτήρηση), βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με το φάσμα της στασιμότητας. Για να την αποφύγουμε, στις επόμενες εκλογές θα πρέπει όχι απλώς να αλλάξουμε κυβέρνηση αλλά να γυρίσουμε σελίδα. Ο τόπος διαθέτει ακόμη ζωντανές δυνάμεις, παρά τη μετανάστευση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων νέων και παρά την περιθωριοποίηση πολλών από όσους έμειναν στην Ελλάδα. Οσοι ονειρεύονται να ζήσουν σε μια χώρα ευνομούμενη, που προστατεύει όσους έχουν ανάγκη και που δίνει ευκαιρίες σε όσους (και είναι πολλοί) εργάζονται έντιμα και σκληρά, θα απαιτήσουν από την επόμενη κυβέρνηση να τους εκπροσωπήσει. Αλλα περιθώρια αποτυχίας δεν υπάρχουν.
2. Χάρης Θεοχάρης, ανεξάρτητος βουλευτής, πρ. Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων :
Ας τολμήσουμε
http://www.htheoharis.gr/%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%BC%CE%AE%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B7-real-news/
Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι.
H Ελλάδα, η Ευρώπη, ο κόσμος όλος.
Στη χώρα μας, στο τέλος των μνημονίων, «παλιό» και «νέο» ερίζουν δημιουργώντας συνθήκες ακραίας πόλωσης. Όμως και τα δύο, αποδείχθηκαν κατώτερα των περιστάσεων τόσο κατά τη Μεταπολίτευση όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Μεσαία τάξη και νέοι βιώνουν τα μεγαλύτερα αδιέξοδα. Η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης έχει οδηγήσει τις πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας στα άκρα, φαινόμενο που παρατηρείται συνολικά στον δυτικό κόσμο. Η εντεινόμενη ανασφάλεια είτε για λόγους ταυτότητας είτε για οικονομικούς λόγους φέρνει στο προσκήνιο δυνάμεις λαϊκισμού, εθνικισμού, ακροδεξιάς, απέχθειας προς τις ελίτ, μετατροπής του φόβου και των οικονομικών δυσκολιών των πολιτών σε υπαρξιακό άγχος. Συγχρόνως, οι νέοι αποστρέφονται όλο και περισσότερο την πολιτική καθώς δεν τους προσφέρονται προοπτικές.
Στη χώρα μας τα αδιέξοδα εμφανίζονται μεγαλύτερα. Η αριστερά όταν κλήθηκε να κυβερνήσει ακύρωσε στην πράξη την ιδεολογία της. Η σοσιαλδημοκρατία, η οποία φθίνει παντού, στην Ελλάδα έχει φορτωθεί και όλες τις στρεβλώσεις της μεταπολίτευσης. Ο (νεο)φιλελευθερισμός παραδόθηκε στις εσωτερικές του αντιφάσεις και αυτοαπαξιώθηκε. Τέλος η δεξιά, εντείνει την ανασφάλεια του κόσμου επενδύοντας στους κλειστούς αντί των ανοικτών οριζόντων.
Η ιδεολογία επομένως αλλάζει χαρακτηριστικά: Ο πραγματισμός υπερισχύει των ιδεολογημάτων.
Η επιστροφή στην κανονικότητα της ΝΔ δε συνιστά όραμα για τη χώρα, δεν αρκεί για να πείσει. Οι ανισότητες που θα αρθούν με μια νεφελώδη δίκαιη ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ απογοητεύουν όσους δεν έχουν ευκαιρίες. Ο μεσαίος χώρος είναι πιο αναγκαίος από ποτέ.
Για ποιον μεσαίο χώρο όμως μιλάμε; Με ποια δομικά χαρακτηριστικά;
Πρώτον, μιλάμε για τον μεσαίο χώρο που δεν πιστεύει σε δεξιές και αριστερές λύσεις. Πιστεύει σε λύσεις.
Δεύτερον, για τον μεσαίο χώρο που έχει συνειδητοποιήσει πως μόνο μέσα από ρήξεις μπορούν να έρθουν αποτελέσματα. Η εποχή της ήπιας προσαρμογής, του εκσυγχρονισμού, των μεταρρυθμίσεων έχει παρέλθει μαζί με τη χρεοκοπία της χώρας: η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα μεταπολίτευση.
Τρίτον, που γνωρίζει πως τα διλήμματα του 20ου αιώνα δεν έχουν θέση στον 21ο. Με την τυπική λήξη των προγραμμάτων στήριξης, η Ελλάδα ή αποκόπτεται από το πελατειακό κράτος, την ευνοιοκρατία, το ρουσφέτι που έφεραν την πτώχευση του 2010 ή χάνεται.
Τέταρτον, που ενώνει και δε διχάζει. Προλαμβάνει αντί να αναζητά υπαίτιους.
Πέμπτον, που ξέρει πως η θέση της χώρας είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να παραγνωρίζει πως και αυτή έχει ανάγκη από τη δική της Μεταπολίτευση.
Τέλος, που συζητάει με άλλους χώρους στη βάση προγραμμάτων και όχι προσώπων ή προσωπικών διευθετήσεων.
Ακόμη όμως και αν η αναγκαιότητα αναγέννησης του μεσαίου χώρου είναι σε αρκετούς προφανής, πώς θα πείσει πως αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά; Πιστεύω βαθιά πως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αναγνωρίζοντας τα λάθη του χθες και θεσμοθετώντας δημοκρατικές και συλλογικές διαδικασίες.
Στο παρελθόν, ξεκινήσαμε από τα πρόσωπα και τους αρχηγούς. Αυτό δε λειτούργησε και δε μπορεί να λειτουργήσει. Πρώτα οι αρχές, οι ιδέες, οι προτάσεις. Στο παρελθόν, επενδύσαμε σε αρχηγοκεντρικά κόμματα. Αυτό οδήγησε σε συνεχείς και αποκαρδιωτικές απογοητεύσεις. Πρώτα η δημοκρατικότητα και η συλλογικότητα. Στο παρελθόν, χτίσαμε σε επίθετα και βαρωνίες. Αυτό προκάλεσε την αποστροφή του κόσμου. Πρώτα να θέσουμε τις βάσεις ενός υγιούς πολιτικού οργανισμού και μετά, αξιοκρατικά, να αξιολογηθεί η προσφορά όλων.
Στο πλαίσιο αυτό προτείνω την άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας από όσους πιστεύουμε στην ανάγκη ανασύστασης του προοδευτικού, φιλελεύθερου μεσαίου χώρου. Την άμεση παρουσίαση πλατφόρμας ιδεών που θα εξειδικευθεί στην πορεία μέσα από διάλογο σε όλη τη χώρα και θα καταλήξει με ένα μεγάλο ανοικτό συνέδριο που θα τεθούν και θα συζητηθούν όλα τα ζητήματα.
Ο μεσαίος χώρος στην Ελλάδα έχει συνδέσει το όνομά του με την εθνική ολοκλήρωση και χειραφέτηση, με τις κοινωνικές ελευθερίες, με τις μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις. Είναι ο χώρος που θεμελίωσε την Ελλάδα της μεσαίας τάξης, που αναβάθμισε τον ρόλο της χώρας στην Ευρώπη, που ταυτίστηκε με τις συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας. Που από την εποχή του Πέμπτου κόμματος του Χαρίλαου Τρικούπη, συγκέντρωσε ό,τι πιο φιλελεύθερο και ό,τι πιο προοδευτικό είχε η χώρα. Κανείς από εμάς μόνος του και κανένας υπαρκτός σχηματισμός – ούτε το Ποτάμι – δεν μπορεί να εκφράσει τον χώρο.
Τώρα είναι η ώρα να αφήσουμε στην άκρη τις φιλοδοξίες μας και να προχωρήσουμε όλοι μαζί στην άμεση ανασύσταση του χώρου με μια νέα ιδρυτική πράξη. Τώρα είναι η ώρα της ρήξης και των προσωπικών υπερβάσεων.
Ας τολμήσουμε.
3. Αντώνης Τριφύλλης, πρώην στέλεχος της ΕΕ και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις. :
Η ημέρα μετά (The day after)
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=1017819
Ηταν μια μέρα σαν τις άλλες. Η παρέα, πολιτικά πολύχρωμη, απολάμβανε την κυριακάτικη μονοτονία των ολιγοήμερων διακοπών αρχές καλοκαιριού στο νησί. Μπάνιο, γενναίο πρωινό, πειράγματα παιδιάστικα μεσηλίκων και μια θέα με βάρκες, θάλασσα απέραντη ακύμαντη και καφές.
Τα σύννεφα τα νοητά βέβαια υπήρχαν. Πριν από λίγες ημέρες είχαμε ζήσει την κορύφωση της κρίσης με εκείνο το ακατανόητο ως προς το περιεχόμενό του δημοψήφισμα. Τι μας ζητούσαν να ψηφίσουμε; Αλλα μας έλεγαν οι δικοί μας κι άλλα οι ξένοι δανειστές. Το πολιτικό φως έμοιαζε με εκείνο το σκοτεινό ηλιόλουστο πρωινό στο φιλμ μετά την έκρηξη της ατομικής βόμβας. Με φίδια-βεβαιότητες να μας ζώνουν.
Ολα αυτά θαμμένα στην πρόσφατη μνήμη από τον πραγματικό ήλιο των σύντομων διακοπών, το μεσημεριανό τσιπουράκι και τη διάθεση για πραγματική ζωή ύστερα από έξι μήνες δανεικής από την τηλεόραση, που στάλαζε μέρα τη μέρα τα σαρδόνια χαμογελάκια του νάρκισσου και τα γερμανικά γαυγίσματα.
Εδώ είναι σχεδόν Βαλκάνια με μνήμες από την αγγλοκρατία. Τάβλι, κουτσομπολιά, πειράγματα, μπάνιο και πάλι από την αρχή. Προς το τέλος της βραδιάς, συγκεντρωμένοι στην ξεχασμένη για λίγες μέρες μικρή οθόνη, ακούσαμε τα νέα. «Αγάπη μου, σήμερα έκλεισα τις τράπεζες». Πράγματι. Δεν θυμάμαι τις πρώτες ανακοινώσεις θριαμβευτικές και πένθιμες των κρατούντων. Θυμάμαι όμως, λίγη ώρα μετά, τις σκηνές μπροστά στα ΑΤΜ, την αγωνία στα μάτια και τα μπουκαλάκια νερό κάποιων ηλικιωμένων.
Μετά τη βουβαμάρα, τα κινητά πήραν φωτιά μαζί με τα τόπια της όποιας αισιοδοξίας που ακολούθησε το αξέχαστο διάγγελμα ενός θριαμβευτή στην αποξένωσή του από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα πρωθυπουργού μία βδομάδα πριν. Αισιοδοξία, γιατί ποιος πίστευε ότι μόλις είχε κλωτσήσει την καρδάρα.
Η επόμενη μέρα κράτησε τρία μνημόνια και κάτι. Ομως η καμένη γη από την πυρηνική αυταπάτη είναι πάντα εδώ. Κάπιταλ κοντρόλς και αναμονή μέχρι την ολική επαναφορά μετά τις 17 εργάσιμες ώρες του κ. Τσίπρα στις Βρυξέλλες. Σήμερα μια άλλη πυρκαγιά στέρησε τη δυνατότητα να χαρούμε την έξοδο από τα μνημόνια. Μάλλον να χαρούν όσοι κυβερνούν. Γιατί οι υπόλοιποι βλέποντας τα ερείπια, τι μπορούν να χαρούν; Τις θηλιές στα νοικοκυριά των φόρων; Τα μαγαζιά που έκλεισαν; Την κατάρρευση των υποσυστημάτων ενός αναξιόπιστου κράτους; ‘Η τις εξελίξεις στην αδελφή Βενεζουέλα;
Τουλάχιστον πήραμε το μάθημά μας; Οτι δηλαδή με δανεικά δεν χτίζεται βιώσιμη ευημερία. Οτι δεν φταίνε τα μνημόνια για την πτώχευση, αλλά αυτά τα απαίσια είναι αποτέλεσμα της δικής μας διαχείρισης. Οτι δεν υπάρχουν δανεικά κι αγύριστα μεταξύ κρατών. Οτι Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Ρώσοι, Κινέζοι και Καταρανοί δεν δανείζουν διμερώς, αλλά μόνο μέσω του τρισκατάρατου ΔΝΤ. ‘Η μήπως ότι με αυτή την Εκπαίδευση, αυτό το Δημόσιο, αυτή την ανταγωνιστικότητα, αυτή τη «φυγή των εγκεφάλων», αυτόν τον διχασμό και με ένα περιβάλλον δυσμενέστερο, θα είναι ίδια και απαράλλακτη με την αποφράδα του Καστελλόριζου; Και χειρότερη.
Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Ναι. Με δυο προϋποθέσεις. Να εφαρμοστούν επειγόντως δυο βιωματικές ρήσεις του εφευρέτη του σκληρού ροκ. «Στην πολιτική είμαστε αντίπαλοι, δεν είμαστε εχθροί» και «Στη χώρα μας για να είσαι μεταρρυθμιστής πρέπει να είσαι επαναστάτης».
Πράγματι. Για να εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να γίνουμε ανταγωνιστικοί και που τις αποφεύγουμε συστηματικά με την ανοχή των δανειστών μας, χρειάζονται επαναστάσεις. Πρώτα στην Παιδεία για να δώσουμε τη δυνατότητα στην Ανωτάτη που δίνει με την ενθουσιώδη βοήθεια και πρωτοβουλία των αρχόντων μας τη μάχη υπέρ του σκοταδισμού. Ας αντιγράψουμε την Κύπρο, την Αυστραλία και τόσους άλλους. Και ας καταπιούμε τον κρατικιστικό μας έρωτα.
Και μετά σε όλους τους άλλους τομείς κοινωνικού συμφέροντος. Υγεία, Ενέργεια, Συνταξιοδοτικό κ.λπ. χρειάζονται άμεσα επαναστάσεις, μια και πρέπει να αποτάξουμε τις λατρεμένες μας συνήθειες για υπερσυγκέντρωση στο κομματικό κράτος. Δύσκολο, ίσως και αδύνατον. Γιατί; Γιατί έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πραγματικότητα αυτό που εμείς έχουμε κληρονομήσει και κατασκευάσει. Μας δικαιολογώ. Η πραγματικότητα, όπως και η οικονομία είναι ξεροκέφαλες, ανελαστικές και οδυνηρές. Ομως μια και κάθε εποχή διαμορφώνεται από παράγοντες που δεν ελέγχουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να τις καταπιούμε.
Ακόμη όμως και αν ξεφύγουμε από τη μέγγενη της ψευδαίσθησης της γνώσης – το σύνδρομο ξερόλας σε πιο απλά ελληνικά – μένει η δεύτερη προϋπόθεση. Η εθνική ομοψυχία. Βασισμένη σε τρεις αρχές. Ο απέναντι δεν είναι εχθρός. Είμαστε πολύ μικροί και θα γίνουμε δημογραφικά μικρότεροι για να έχουμε την πολυτέλεια της ιδεολογικής, φιλοσοφικής ή εγωκεντρικής μας αυταρέσκειας.
Η παρούσα κυβέρνηση τα τριάμισι χρόνια απέδειξε ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις δύο προϋποθέσεις. Ας ελπίσουμε η επόμενη – όσο γίνεται πιο γρήγορα – να τις υιοθετήσει. Ξέρω ότι είναι δύσκολο να ξεχάσει, να ξεχάσουμε. Και δεν πρέπει να ξεχάσουμε για να αντλούμε μαθήματα. Αλλά η απαίσια πραγματικότητα άλλα επιτάσσει. Αν δεν τα καταφέρει κι αυτή, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να προετοιμάσει μια soft έξοδό μας από το ευρώ. Γιατί η επιλογή των δανειστών – και όχι της κυβέρνησης – να μη δεχτούν προληπτική γραμμή στήριξης, μας λέει ένα απλό πραγματάκι. «Κύριοι, άλλα χρήματα στήριξης δεν υπάρχουν. Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας». Για πολιτικούς λόγους, αλλά και ως μήνυμα στις Ιταλίες των λαϊκιστών.
4. Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών:
«Δηλαδή τι μας λένε αυτοί που επικρίνουν την αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάση; Να λέει και να κάνει ό,τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, να διχάζει, να σπέρνει το μίσος, να υβρίζει, να προπηλακίζει αλλά δεν πειράζει, εμείς πρέπει να είμαστε υπεράνω, να μη δίνουμε σημασία και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ισχυρός (προς το παρόν), να συνομιλούμε μαζί του, να τον προσεταιριστούμε και να φτιάξουμε την προοδευτική παράταξη. Δεν πρέπει, μας λένε, να περιμένουμε να ζητήσει συγγνώμη διότι δεν πρόκειται να το κάνει. Ας συμβιβαστούμε με αυτό που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ας το αποδεχθούμε για να πάμε παρακάτω. Πού παρακάτω; Πιο κυνική και απεχθή αντίληψη της πολιτικής δεν μπορώ να σκεφτώ»
«Τι πρόβλημα υπάρχει στο να είσαι αντι-Χ; Η ταυτότητα του καθενός, είτε αυτό είναι πρόσωπο είτε κόμμα, χτίζεται στη σχέση του με τους άλλους, στην αντιπαράθεση και στη διαφοροποίηση. Και μπορεί να μην είναι σωστό να συγκροτεί κανείς την ταυτότητά του μονοθεματικά και μονοδιάστατα, αλλά στην πολιτική πάντα υπάρχει αυτό που έχει προτεραιότητα. Οπότε είναι απολύτως θεμιτό να είναι κανείς αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή τη στιγμή έχει μεγάλη προτεραιότητα να απαλλαγεί η χώρα από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το μείζον. Διότι πνίγει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Συμπεριφέρεται σαν να ενδιαφέρεται μόνο για ένα μέρος του πληθυσμού κάνοντας αδικαιολόγητες διακρίσεις εις βάρος των άλλων. Αλλά παραπλανά και το δικό του κοινό ως προς το ποιο είναι το συμφέρον του. Παρουσιάζει το συμφέρον του ΣΥΡΙΖΑ (ή ενός μέρους του ΣΥΡΙΖΑ) ως συμφέρον της χώρας».
Για τους διανοουμένους: «Με την κρίση, μεγάλη σημασία έπαιξε η αντίθεση αρκετών από αυτούς στη μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης επί Διαμαντοπούλου διότι αυτή η μεταρρύθμιση θεωρήθηκε νεοφιλελεύθερη, οπότε στρατεύθηκαν με τους εχθρούς της, τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο νόμος στην ουσία προσπαθούσε να σπάσει διάφορες παγιωμένες καταστάσεις στα ελληνικά ΑΕΙ και να τα εκσυγχρονίσει». «Η προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ διανόηση (δεν λέω η διανόηση της Αριστεράς εν γένει διότι υπήρξαν και υπάρχουν διανοούμενοι που μιλούν από αριστερή σκοπιά και δεν συντάχθηκαν ποτέ με τον ΣΥΡΙΖΑ) υιοθέτησε άκριτα τις αντιλήψεις περί μετα-αποικιοκρατίας που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό και τις οποίες μετέφερε χωρίς καμία επιφύλαξη και στην Ελλάδα, χωρίς να ενδιαφερθεί να ελέγξει τι πραγματικά ισχύει εδώ. Γι’ αυτό μιλούν για κρυπτο-αποικία και χρεοδουλοπαροικία. Αυτή η αντίληψη βρήκε εύφορο έδαφος και συνδέθηκε με την παλαιότερη που απέδιδε όλα τα δεινά στους ξένους οι οποίοι αδικούν και επιβουλεύονται τη χώρα. Το πρώτιστο για αυτούς τους διανοουμένους ήταν η υπεράσπιση μιας παράταξης και η προσφορά σε αυτή ενός λόγου, ενός αφηγήματος».
5. Πέτρος Μάρκαρης, συγγραφέας :
Η ιδεολογία και η ιδεοληψία της απελπισίας
http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=1017771
«Αυτοί που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, προβαίνοντας έτσι σε ένα μεγάλο λάθος, δεν ήταν μονάχα Έλληνες. Συνάντησα λ.χ. πολλούς Ιταλούς ή Ισπανούς διανοουμένους που μου έλεγαν, ορίστε, επιτέλους έρχεται η Αριστερά! Και όταν εγώ προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι, παιδιά κοιτάξτε, αυτό είναι ένα κόμμα λαϊκιστικό με έναν δήθεν αριστερό λόγο, εκείνοι μου αντέτειναν ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Θέλω να πω, δεν ήταν μόνο οι εγχώριοι διανοούμενοι, ήταν γενικό το φαινόμενο στην Ευρώπη, υπήρξε μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων που νόμισαν ότι είδαν το φως το αληθινό. Από κει και πέρα, βέβαια, για να μιλήσω αποκλειστικά για την Ελλάδα: η στήριξη που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη διανόηση διευκολύνθηκε από τα πεπραγμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων. Διότι, ας μη γελιόμαστε, την κρίση στη χώρα δεν την έφερε ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο Τσίπρας. Η ιδέα, λοιπόν, ότι έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ σαν άλλος σωτήρας να μας σώσει ήταν σε έξαρση ως αποτέλεσμα δύο κυρίων παραγόντων, της ιδεολογίας (ή της ιδεοληψίας) και της απελπισίας. Και αν αυτή τη στιγμή οι διανοούμενοι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σιωπούν, που εγώ δέχομαι ότι σιωπούν, είναι επειδή η προσωπική υπέρβαση δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Είναι δύσκολο τώρα, τη στιγμή της μεγάλης αποτυχίας, να βγεις και να κατηγορήσεις αυτό που στήριξες. Έχουμε να κάνουμε, δυστυχώς, με ένα συγκεκριμένο είδος σιωπής, τη σιωπή του αυτοπαγιδευμένου».
«’Εχουν απόλυτο δίκιο να ασκούν σφοδρή κριτική σε μια κυβέρνηση που θριαμβολογεί τη στιγμή που ο ελληνικός λαός πληρώνει τα χοντρά λάθη που έχει κάνει. Έχουν απόλυτο δίκιο να ουρλιάζουν και να απαιτούν το λιγότερο σεμνότητα από τους κυβερνώντες και όχι διαγγέλματα εξ Ιθάκης, γιατί το δράμα των Ελλήνων συνεχίζεται. Από την άλλη μεριά, αν υπάρχει ένα άδικο είναι αυτό της ωραιοποίησης του παρελθόντος, γιατί το παρελθόν δεν ήταν καθόλου ωραίο. Να είμαστε ειλικρινείς».
6. Πέτρος Μαρτινίδης, ομότιμος καθηγητής του Τμ. Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. σημειολόγος και συγγραφέας:
Κατάπιαν τελείως αμάσητο τον Καμμένο
http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=1017771
(η συζήτηση άγγιξε κάποια στιγμή και τους «μαζεμένους» διανοουμένους, όπως ο ίδιος τους ονόμασε, λ.χ. τον Ραϊμόν Αρόν την εποχή που ο Σαρτρ αλώνιζε στη Γαλλία) Στα καθ’ ημάς, για να το προσαρμόσουμε αναλόγως, υπήρξαν τέτοιοι «μαζεμένοι» διανοούμενοι; «Μάλλον όχι. Τουλάχιστον οι πιο σημαντικοί, αυτοί που έχουν μια κάποια επιρροή. Αλλοι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στρατεύτηκαν έντονα, εξακολουθούν να το κάνουν και, αφού παραμένουν στο παιχνίδι, χρησιμοποιούν την ευγλωττία τους για να ωφελήσουν τους εαυτούς τους. Αλλοι πάλι τηρούν πλέον μια στάση πιο σιωπηλή. Οι πιο ανοιχτόμυαλοι από αυτούς δεν τολμούν να εκτεθούν τόσο πολύ. Κρατούν πιο αφανή τη δική τους υποστήριξη, για να μη γίνουν τελείως ρεζίλι».
Τη συστηματική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ – αναρωτιούνται πολλοί – την κατάπιαν αμάσητη οι διανοούμενοι της Αριστεράς; «Κοιτάξτε, οι πιο ευαίσθητοι, ας πούμε, δεν τον κατάπιαν τελείως αμάσητο τον Καμμένο, αλλά το γεγονός ότι το μουρμούριζαν στους στενούς φίλους ή τις ερωμένες τους, χωρίς ωστόσο να βγουν δημοσίως και να πουν τι αηδία είναι αυτή, οπωσδήποτε τους χαρακτηρίζει, είναι ένα είδος εξαγοράς, όπως και να το κάνουμε… Δεν γίνεται να έχουν υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και να μη βγαίνουν να μας πουν τουλάχιστον τη γνώμη τους για τη σύμπραξή του με ό,τι δεξιότερο υπάρχει πριν από τη Χρυσή Αυγή» είπε ο Πέτρος Μαρτινίδης.
«Στον αναβρασμό εκείνων των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων έσπευσα δύο φορές να ψηφίσω κόμματα που φαίνονταν να υπερσκελίζουν τη Χρυσή Αυγή. Απέτυχα και τις δύο φορές αλλά δεν εξουθενώθηκα. Ελπίζω να μη με πάρει από κάτω, ελπίζω να μη με αναγκάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την προσπάθειά του να πείσει ότι όλη η αντιπολίτευση είναι ακροδεξιά και τίποτε άλλο, να ψηφίσω για πρώτη φορά τη Νέα Δημοκρατία τώρα στα γεράματα»