Οι εκλογές στη Γαλλία μας αφορούν όλους τους Ευρωπαίους. Τα παλιά σχήματα σε πολλές χώρες καταρρέουν. Η αριστερά αποδεικνύεται στην καλύτερη περίπτωση αιθεροβάμων, στην χειρότερη απολύτως καιροσκοπική- και σε όλες τις περιπτώσεις λαϊκιστική. Η σοσιαλδημοκρατία σε Γαλλία, Αγγλία, Ελλάδα, Ιταλία τείνει προς πλήρη περιθωριοποίηση και η δεξιά συνήθως είναι βουτηγμένη στα σκάνδαλα. Ωστόσο τ’ ανακλαστικά των Ευρωπαίων αποδεικνύονται αρκετά δυνατά απέναντι στον όλεθρο της άκρας δεξιάς: Ούτε στην Αυστρία, ούτε στην Ολλανδία πέτυχαν, ούτε αύριο στην Γαλλία δεν θα πετύχει, ενώ στην Γερμανία πέφτει συνεχώς. Παραμένει βέβαια το όνειδος Τραμπ-Brexit. Η παγκοσμιοποίηση, η επανάσταση των νέων τεχνολογιών, η κλιματική αλλαγή, οι βιβλικού μεγέθους μετακινήσεις πληθυσμών, η τρομοκρατία, φέρνουν τα πάνω-κάτω και υποχρεώνουν τον πολιτικό κόσμο να αναζητήσει νέα σχήματα, πέρα από το στερεότυπο δεξιάς-αριστεράς. Στην Ευρώπη ένας ουσιαστικός διαχωρισμός είναι ανάμεσα στις φιλοευρωπαϊκές και στις αντιευρωπαϊκές/εθνικιστικές δυνάμεις. Εκεί συμπυκνώνονται όλα όσα παραδοσιακά τα χαρακτηρίζαμε «προοδευτικά» ή «αντιδραστικά».
Ας ακούσουμε έναν από τους τελευταίους Ευρωπαίους σοφούς, τον μοναδικό επιζώντα της «Σχολής της Φρανκφούρτης» (Adorno-Marcuse-Habermas), που φώτισαν τα νιάτα μας προς την «άλλη» αριστερά.
Συνέντευξη: Με τις απαντήσεις του στο ερωτηματολόγιο της Monde και της Zeit, ο διάσημος φιλόσοφος και θεωρητικός της “Σχολής της Φρανκφούρτης” και συγγραφέας ενός σημαντικού έργου για την Ευρώπη (La Constitution de l’Europe, Gallimard, 2012), εκτιμά ότι η εκλογή του υποψηφίου του “Εμπρός” (En marche!) θα είναι σημάδι μιας άνευ προηγουμένου, σωτήριας πολιτικής ανασυγκρότησης.
Τί σκέπτεσθε για την πολιτική κατάσταση στην Γαλλία;
Παρατηρώ μια κάποια κατάθλιψη να διακατέχει στους Γάλλους συναδέλφους μου. Αν κάποιος δεν κάνει παρά να μοιρολογεί για μια κατάσταση που γίνεται όλο και πιο κρίσιμη, τότε γίνεται και ο ίδιος σύμπτωμα της εν λόγω κατάστασης. Σίγουρα είναι πιο εύκολο να βλέπεις την κατάσταση ως γείτονας από την άλλη πλευρά του Ρήνου, αλλά με δεδομένη αυτή την επιφύλαξη, δεν βλέπω στην πολιτική κατάσταση στη Γαλλία μόνο σύγχυση, αλλά διακρίνω και σημάδια ενός ευπρόσδεκτου ξεκαθαρίσματος.
Σε ποιο βαθμό πρέπει να φοβόμαστε ότι μπορεί η Λε Πεν να φτάσει στα Ηλίσια, υπό την σκιά της σοβαρής κρίσης που έπληξε την 5η Δημοκρατία και τα παραδοσιακά κόμματα δεξιάς και αριστεράς;
Η υποψηφιότητα του Εμμανουέλ Μακρόν, έξω από όλα τα θεσμοθετημένα κόμματα, αν καταλήξει σε νίκη, θα σημαδέψει μια πραγματική τομή στην ιστορία της Γαλλικής Δημοκρατίας από την μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα. Αυτή η πρωτοβουλία θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την πολιτική σχηματοποίηση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, που με τον καιρό έχει πάθει αγκύλωση. Αν αυτή η υπερκομματική απόπειρα προερχόταν από έναν άνθρωπο της αριστεράς θα ανησυχούσα: αυτός που πιστεύει για τον εαυτό του ότι είναι υπεράνω κομμάτων δεν είναι απολίτικος, είναι απλά επικίδυνος. Όμως ο υποψήφιος Μακρόν, που έχει καλές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές, θα έδινε μάλλον ώθηση σε μια επανασύνθεση των πολιτικών δυνάμεων που αναμένεται εδώ και πολύν καιρό.
Στο παραδοσιακό στρατόπεδο οι πολιτικές δυνάμεις αποδείχτηκαν ανίκανες για οποιονδήποτε συμβιβασμό και κατέληξαν σε παράλυση. Είναι φανερό πως δεν είναι ικανές να θέσουν με κατάλληλο τρόπο τα σωστά ερωτήματα και να χαράξουν τις σωστές κατευθύνσεις για την διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης στους κόλπους του λαού. Μια τέτοια επανασυγκρότηση θα μπορούσε να συρρικνώσει τη φούσκα του Εθνικού Μετώπου που έχει στο μεταξύ αποκτήσει σημαντικό όγκο.
Tελικά τo εύλογο ερώτημα δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ του “υπέρ” ή του “κατά” των Βρυξελλών. Είναι να επιλέξουμε το “πώς” θα συνεργαστούμε για να πάμε μπροστά, τώρα περισσότερο από ποτέ. Η παρούσας κατάσταση, με τους λαούς να βρίσκονται υπό κηδεμονία εις βάρος της δημοκρατίας, με τους λαούς να ανακαλούνται συνεχώς στην τάξη για οικονομικούς λόγους και να εξωθούνται με αυστηρότητα στην υπακοή, αυτή η κατάσταση αν διαιωνιστεί θα έβαζε τη σφραγίδα για την πλήρη αποσύνθεση.
Λόγω έλλειψης χώρου σε αυτή την συνέντευξη, θα περιοριστώ να θίξω δύο βασικά ερωτήματα: θέλουμε έναν κοινό ευρωπαίκό οικονομικό χώρο που θα υπηρετεί τα κανσόρτσιoυμ; Η, μετά το brexit και τον Τραμπ, θέλουμε έναν σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα ικανό να δρα σε πλανητικό επίπεδο, αφού τα έθνη-κράτη μας είναι πολύ αδύναμα και δεν μπορεί το καθένα από μόνο του, στη γωνιά του, να υπερασπιστεί τον φιλελεύθερο τρόπο της ζωής μας και να ασκήσει έλεγχο πάνω στον αποτρελλαμένο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, επαναδιαμορφώνοντάς τον με πολιτικά μέσα;
Σε ποιό βαθμό η κατάσταση στη Γαλλία τροφοδοτεί την κρίση ολόκληρης της Ευρώπης;
Μου φαίνεται πως η ερώτηση πρέπει ν’ αντιστραφεί: Η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού έχει ως βασική αιτία την ανικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να συνεργαστούν αρμονικά με τις Βρυξέλλες. Ένα φανερό παράδειγμα σχετικά με αυτό είναι η πολιτική της κρίσης που επιβλήθηκε υπό την αιγίδα της Γερμανικής κυβέρνησης- μια πολιτική που δεν έλυσε την ολοένα και διευρυνόμενη οικονομική κρίση, αλλά που αντίθετα επιδείνωσε τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ βορρά και νότου και διαίρεσε βαθειά την Ευρώπη.
Τα αισθήματα δυσφορίας που γεννήθηκαν απ’ όλες τις μεριές στο δημόσιο χώρο των περίκλειστων εθνικών κρατών συνέκλιναν σε μια γενική απόρριψη των Βρυξελλών ρίχνονυάς τους το φταίξιμο, άποψη άστοχη και παντελώς λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί που κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να πουν αμήν σε όλες τις πολιτικές που υιοθετούνται, δεν είναι άλλοι από αυτούς που έχουν την εξουσία ατο κάθε κράτος-μέλος.
Σε αυτήν την κατάσταση υπάρχει λοιπόν κάποια αχτίδα ελπίδας, που ίσως μας δίνουν η τέχνη, η λογοτεχνία, η πνευμτική κληρονομιά αυτού του μεγάλου έθνους;
Σίγουρα δεν είναι η βαρειά και θλιβερή ηττοπάθεια του Μισέλ Ουελμπέκ, όπως εκτυλίσσεται στην “Υποταγή” αυτό που θα μας δώσει την παραμικρή παρηγοριά. Και ούτε πρέπει να περιμένουμε τίποτα από το μακάβριο θέαμα που παρουσιάζουν εκείνοι οι διανοούμενοι πού στη διαδρομή τους προς τα δεξιά της πολιτικής σκακιέρας, έχασαν τον μπούσουλα.
Η προσφορά της Γαλλίας στην σύγχρονη Ευρώπη δεν είναι μόνο οι τεράστιες μορφές της διανόησης, οι μεγάλοι δάσκαλοι και φιλόσοφοι του Διαφωτισμού- από το Βολταίρο ως τον Ρουσσώ. Τα γραπτά τους γέννησαν έναν τρόπο σκέψης ανεξάρτητο και αυτοκριτικό, ο οποίος στον καιρό του σημάδεψε βαθειά και τον Καντ, τον πιο σημαντικό δικό μας φιλόσοφο, που υπήρξε ο πιο σταθερός και ο πιο αξιόπιστος σε πολιτικό επίπεδο.
Το ίδιο πνεύμα, φλογερό και ασυμβίβαστο, ανεπηρέαστο από τις διάφορες τάσεις του συρμού, συνεχίστηκε στη Γαλλία, μέχρι τους ανθρώπους της δικής μου γενιάς, – αναφέρομαι στον Pierre Bourdieu, στον Jacques Derrida, στον Michel Foucault, τόσους στοχαστές που μελέτησαν βαθειά την διαλεκτική της Aufklärung, του Διαφωτισμού, χωρίς ποτέ να προδώσουν το πνεύμα του. Αυτές οι μεγάλες δημόσιες φωνές σήμερα μας λείπουν. Ωστόσο είμαι σίγουρος ότι είναι έτοιμες να αναδυθούν και να ακουστούν φωνές νεώτερες και εξίσου εμπνευσμένες.